- εἴλοντο
- εἴλωshut inimperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἵλοντο — αἱρέω take with the hand aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵλοντ' — εἵλοντο , αἱρέω take with the hand aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπεισφέρω — Α 1. εισάγω κάτι επί πλέον 2. μέσ. συνεπεισφέρομαι βοηθώ κάποιον να εισέλθει κάπου εχθρικά («εἵλοντο μαχόμενοι ἀποθανεῑν μᾱλλον, ἤ ζῶντες συνεπεισφέρεσθαι τὸν βάρβαρον τῇ Ἑλλάδι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπεισφέρω «φέρνω επί πλέον»] … Dictionary of Greek